- στομαχιάζω
- στομάχιασα, νιώθω ενοχλήσεις στο στομάχι λόγω δυσπεψίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στομαχιάζω — στομαχιάζω, στομάχιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στομαχιάζω — Ν [στομάχι] 1. παθαίνω δυσπεψία 2. μέσ. στομαχιάζομαι στενοχωρούμαι, δυσανασχετώ … Dictionary of Greek
στομάχιασμα — το, Ν [στομαχιάζω] βαρυστομαχιά, δυσπεψία … Dictionary of Greek